πολυσχιδές

πολυσχιδές
πολύσχιστος
split into many parts
masc/fem voc sg
πολύσχιστος
split into many parts
neut nom/voc/acc sg
πολυσχιδής
split into many parts
masc/fem voc sg
πολυσχιδής
split into many parts
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • мъногочастьно — (3*) нар. 1.Многообразно, разнообразно: съмѹщениѥмь же и межю собою пьрѧщесѧ. многочастьно бо лъжю. цр҃квьнааго обьщени˫а. истѹпивъше. извѣстованиѥ расѹжающе дрѹгь дрѹга. лѹчии ˫авитьсѧ тъща. (πολυσχιδἐς) КЕ XII, 275а. 2. Многими путями:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”